- χαλκοκέραυνος
- χαλκο-κέραυνος, ον, epith. of the sea, perh.A f.l. for χαλκ-αμάρυγος, gleaming like copper or bronze, A.Fr.192.3 (anap.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλκοκέραυνος — ον, Α (ως προσωνυμία λίμνης) αυτός που απαστράπτει σαν τον χαλκό ή, κατ άλλους, αυτός που έχει πληγεί από κεραυνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + κεραυνός (πρβλ. τερπι κέραυνος)] … Dictionary of Greek
χαλκοκέραυνον — χαλκοκέραυνος gleaming like copper masc/fem acc sg χαλκοκέραυνος gleaming like copper neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνός — Ακαριαία, ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ νέφους και εδάφους, εξαιτίας της παρουσίας ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου στον συγκεκριμένο χώρο της ατμόσφαιρας. Αν η εκκένωση συμβεί μεταξύ δύο νεφών ή στο εσωτερικό ενός νέφους, η εκκένωση αυτή καλείται… … Dictionary of Greek
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek